- υπερσέληνος
- -ον, Ααυτός που βρίσκεται πάνω από τη σελήνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -σέληνος (< σελήνη), πρβλ. προ-σέληνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερσέληνα — ὑπερσέληνος above the moon neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)